1 ἄπειρος, -ον
1 inexperto, ignorante, sin experiencia abs.
ἀπείροισιν ἐοίκασιse parecen a seres privados de experiencia Heraclit.B 1,
ἔδειξαν ... ἀπείροισιν ἀρετάνPi.I.8.48,
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισινPi.Fr.110,
δίδασκ' ἄπειρονA.Ch.118,
ἄπειρον ... καὶ νέονPlu.2.41c, cf. D.58.41, I.AI 7.336
•c. gen. obj. inexperto en, no acostumbrado a, desconocedor de
ἄθλωνThgn.1013,
πόνωνPi.Fr.143, A.Ch.371,
καλῶνPi.I.8.70,
κακότητοςEmp.B 112.3,
ἐμφύτου ἌρεοςGorg.B 6,
νόσωνA.Fr.284a, cf. E.Fr.1070,
γνώμηςS.Ant.1250,
τυράννωνHdt.5.92α,
δικῶνAntipho 1.1,
πολέμωνTh.1.141,
τοῦ μεγέθους τῆς νήσουTh.6.1,
πεδίωνE.Hel.1042,
τόπωνPlb.3.38.4,
λεσχέωνHp.Ep.17
•que no ha conocido, que no ha tratado
ἀνδρῶν ἀγαθῶνLys.2.27, ref. a una mujer
ἄλλων ἀνδρῶνque no ha tenido trato con otros hombres (a excepción de su marido), Hdt.2.111,
λέχους ἄ.virgen E.Med.672, cf. Lyr.Adesp.119.32,
οὐκ ἀ. οὖσα πολλῶν κρουμάτωνpues no soy inexperta en ninguna clase de meneos Ar.Ec.257
•no versado en
γραμμάτωνPl.Ap.26d,
τοιῶνδε λόγωνAr.Ra.355,
πραγμάτωνPh.2.69,
ἄ. ... τῆς τέχνης ταύτης τῆς τοῦ λέγεινArr.Epict.2.24.3,
λόγου δικαιοσύνηςEp.Hebr.5.13.
2 adv. -ως sin experiencia, sin conocimiento
τῶν νόμων ... ἀ. ἔχεινHdt.2.45,
πρὸς θύρανX.Mem.2.6.29,
περί τινοςIsoc.5.19,
τοῖς ἰδιώταις ἀ. ἔχουσιAlcid.Soph.15.1,
ἀπείρως ἔχουσιν λόγουApollon.Cit.3.26,
οὗ ἀ. ἔχωPMasp.6.5 (VI d.C.)
•compar.
ἀπειρότερον ἔτι παρεσκευασμένοιTh.1.49, -οτέρως Isoc.12.37, Arist.Iuu.470b9.
• Etimología: De ἀ- neg. y la r. de πεῖρα.